ηχολήπτης
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- ηχολήπτης < ήχος + -ο- + λήπτης (μεταφραστικό δάνειο από την αγγλική sound engineer) ή μεταφραστικό δάνειο από τη γαλλική ingénieur du son)
Ουσιαστικό
επεξεργασίαηχολήπτης αρσενικό, (θηλυκό ηχολήπτρια)
- (επάγγελμα) ο τεχνικός που είναι αρμόδιος για την καταγραφή του ήχου κατά τη διάρκεια μιας κινηματογράφησης ή μαγνητοσκόπησης
Συγγενικά
επεξεργασία- ηχοληπτικός
- ηχολήπτρια
- ηχοληψία
- → δείτε τις λέξεις ήχος και λαμβάνω
Μεταφράσεις
επεξεργασία ηχολήπτης
Πηγές
επεξεργασία- ηχολήπτης - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
- ηχολήπτης - Χαραλαμπάκης, Χριστόφορος (επιμέλεια) (2014). Χρηστικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας. Αθήνα: Ακαδημία Αθηνών. (ψηφιοποιημένη έκδοση από το 2023, συντομογραφίες-σύμβολα)
- ηχολήπτης - Αναστασιάδη - Συμεωνίδη, Άννα (2003). Αντίστροφο λεξικό της νέας ελληνικής. Ινστιτούτο Νεοελληνικών Σπουδών. Ίδρυμα Μανόλη Τριανταφυλλίδη. (συντομογραφίες)
- Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2002). Λεξικό της νέας ελληνικής γλώσσας (Βʹ έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας. (Αʹ έκδοση: 1998)