Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο ηχολήπτης οι ηχολήπτες
      γενική του ηχολήπτη των ηχοληπτών
    αιτιατική τον ηχολήπτη τους ηχολήπτες
     κλητική ηχολήπτη ηχολήπτες
Κατηγορία όπως «ναύτης» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

ηχολήπτης < ήχος + λήπτης

  Ουσιαστικό επεξεργασία

ηχολήπτης αρσενικό, (θηλυκό ηχολήπτρια)

  • (επάγγελμα) ο τεχνικός που είναι αρμόδιος για την καταγραφή του ήχου κατά τη διάρκεια μιας κινηματογράφησης ή μαγνητοσκόπησης

  Μεταφράσεις επεξεργασία