↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο ηχολήπτης οι ηχολήπτες
      γενική του ηχολήπτη των ηχοληπτών
    αιτιατική τον ηχολήπτη τους ηχολήπτες
     κλητική ηχολήπτη ηχολήπτες
Κατηγορία όπως «ναύτης» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία

επεξεργασία
ηχολήπτης < ήχος + -ο- + λήπτης (μεταφραστικό δάνειο από την αγγλική sound engineer) ή μεταφραστικό δάνειο από τη γαλλική ingénieur du son)

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

ηχολήπτης αρσενικό, (θηλυκό ηχολήπτρια)

Συγγενικά

επεξεργασία

  Μεταφράσεις

επεξεργασία