ηχοληψία
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- ηχοληψία < ήχος + -ο- + λήψη + -ία (μεταφραστικό δάνειο από τη γερμανική Tonaufnahme[1] [2])
Ουσιαστικό
επεξεργασίαηχοληψία θηλυκό
- η ποιοτικότερη κατά το δυνατόν λήψη ήχων για την καταγραφή τους σε μαγνητικά ή άλλα μέσα, πχ για την παραγωγή ενός δίσκου μουσικής ή τις ανάγκες ενός κινηματογραφικού ή τηλεοπτικού έργου
- (κατ’ επέκταση) οι σπουδές και το πεδίο μελέτης της ηχοληψίας
Συγγενικά
επεξεργασίαΔείτε επίσης
επεξεργασίαΜεταφράσεις
επεξεργασία ηχοληψία
- ↑ ηχοληψία - Χαραλαμπάκης, Χριστόφορος (επιμέλεια) (2014). Χρηστικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας. Αθήνα: Ακαδημία Αθηνών. (ψηφιοποιημένη έκδοση από το 2023, συντομογραφίες-σύμβολα)
- ↑ ηχοληψία - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας