strive
Αγγλικά (en)
επεξεργασίαενεστώτας | strive |
γ΄ ενικό ενεστώτα | strives |
αόριστος | strove, strived |
παθητική μετοχή | striven, strived |
ενεργητική μετοχή | striving |
αγγλικά ανώμαλα ρήματα |
Ρήμα
επεξεργασίαstrive (en)
ενεστώτας | strive |
γ΄ ενικό ενεστώτα | strives |
αόριστος | strove, strived |
παθητική μετοχή | striven, strived |
ενεργητική μετοχή | striving |
αγγλικά ανώμαλα ρήματα |
strive (en)