• πλακώνομαι
  • πασχίζω
  • γατζώνω, -ομαι με πολιορκητικό γάντζο και εφορμώ[1]
    αγραμπαλώνομαι, σκαρφαλώνω, γατζώνομαι για να επιτεθώ, να κυριεύσω φρούριο, πλοίο κτλ.