Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο αγγλομαθής η αγγλομαθής το αγγλομαθές
      γενική του αγγλομαθούς* της αγγλομαθούς του αγγλομαθούς
    αιτιατική τον αγγλομαθή την αγγλομαθή το αγγλομαθές
     κλητική αγγλομαθή(ς) αγγλομαθής αγγλομαθές
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι αγγλομαθείς οι αγγλομαθείς τα αγγλομαθή
      γενική των αγγλομαθών των αγγλομαθών των αγγλομαθών
    αιτιατική τους αγγλομαθείς τις αγγλομαθείς τα αγγλομαθή
     κλητική αγγλομαθείς αγγλομαθείς αγγλομαθή
* Και προφορικός τύπος σε -ή στη γενική ενικού αρσενικού, ή και θηλυκού
Κατηγορία όπως «συνεχής» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία επεξεργασία

αγγλομαθής < αγγλο- + -μαθής (< θέμα μαθ- του ρήματος μαθαίνω)
Η λέξη μαρτυρείται από το 1893

  Επίθετο επεξεργασία

αγγλομαθής, -ής, -ές

Συγγενικά επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία