Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
ψυχόρμητο
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Πίνακας περιεχομένων
1
Νέα ελληνικά
(el)
1.1
Ετυμολογία
1.2
Ουσιαστικό
1.2.1
Συγγενικά
1.2.2
Μεταφράσεις
Νέα ελληνικά
(el)
επεξεργασία
↓
πτώσεις
ενικός
πληθυντικός
ονομαστική
το
ψυχόρμητ
ο
τα
ψυχόρμητ
α
γενική
του
ψυχορμήτ
ου
&
ψυχόρμητ
ου
των
ψυχορμήτ
ων
αιτιατική
το
ψυχόρμητ
ο
τα
ψυχόρμητ
α
κλητική
ψυχόρμητ
ο
ψυχόρμητ
α
Κατηγορία
όπως «
πρόσωπο
» -
Παράρτημα:Ουσιαστικά
Ετυμολογία
επεξεργασία
ψυχόρμητο
<
ψυχό-
+
-ο-
+
ορμή
+
-ητο
Ουσιαστικό
επεξεργασία
ψυχόρμητο
ουδέτερο
το
ορμέμφυτο
Συγγενικά
επεξεργασία
→
δείτε
τις λέξεις
ψυχή
και
ορμή
Μεταφράσεις
επεξεργασία
ψυχόρμητο
→
δείτε
τη λέξη
ορμέμφυτο