Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η ενόρμηση οι ενορμήσεις
      γενική της ενόρμησης* των ενορμήσεων
    αιτιατική την ενόρμηση τις ενορμήσεις
     κλητική ενόρμηση ενορμήσεις
* παλιότερος λόγιος τύπος, ενορμήσεως
Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

ενόρμηση < καθαρεύουσα ἐνόρμη(σις) + -ση < αρχαία ελληνική ἐνορμάω ἐνορμη- + -σις, μεταφραστικό δάνειο από την αγγλική pulsion[1]

  Ουσιαστικό επεξεργασία

ενόρμηση θηλυκό

  • (ψυχολογία, ψυχιατρική) ψυχοσωματική ενστικτώδης τάση που ωθεί στην εκτέλεση πράξεων που μειώνουν τη διέγερση ή ικανοποιούν ψυχοσωματικές ανθρώπινες ανάγκες
    ※  Ξέρει ότι, όταν γράφει, μιλάει με την επιθυμία, δηλαδή με ολόκληρο τον ψυχοσωματικό εαυτό του· κυρίως με τις ασύνειδες και πολυσχιδείς ενορμήσεις του προς έκφραση, οι οποίες, υπερβαίνοντας κάθε πρόθεση, αναγκάζουν τη γλώσσα του να συστοιχηθεί με αυτές και να υπερβεί τη μονοσημία της διανοητικής διατύπωσης για να απεικονίσει την πρόσληψή του της πραγματικότητας με μεγαλύτερη ακρίβεια και καθαρότητα απ' ό,τι ο μη λογοτεχνικός λόγος. (* εφημερίδα Το Βήμα)

Δείτε επίσης επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία

  Αναφορές επεξεργασία

  1. Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2002). Λεξικό της νέας ελληνικής γλώσσας (Βʹ έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας.  (Αʹ έκδοση: 1998)