Ετυμολογία

επεξεργασία
pulsion < impulsion, προς απόδοση του γερμανικού Trieb

Ουσιαστικό

επεξεργασία
      ενικός         πληθυντικός  
pulsion pulsions

pulsion (fr) θηλυκό

Συγγενικά

επεξεργασία