Ετυμολογία

επεξεργασία
pulsion < impulsion, προς απόδοση του γερμανικού Trieb

  Προφορά

επεξεργασία
ΔΦΑ : /pyl.sjɔ̃/

  Ουσιαστικό

επεξεργασία
      ενικός         πληθυντικός  
pulsion pulsions

pulsion (fr) θηλυκό


Συγγενικά

επεξεργασία