pulsionnel
Γαλλικά (fr) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- pulsionnel < pulsion
Προφορά επεξεργασία
- ΔΦΑ : /pyl.sjɔ.nɛl/
Επίθετο επεξεργασία
γένος | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
αρσενικό | pulsionnel | pulsionnels |
θηλυκό | pulsionnelle | pulsionnelles |
pulsionnel (fr)