Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η επιπεφυκίτιδα οι επιπεφυκίτιδες
      γενική της επιπεφυκίτιδας των επιπεφυκίτιδων
    αιτιατική την επιπεφυκίτιδα τις επιπεφυκίτιδες
     κλητική επιπεφυκίτιδα επιπεφυκίτιδες
Κατηγορία όπως «αρθρίτιδα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

επιπεφυκίτιδα < επιπεφυκ(ώς) + -ίτιδα • Η Ετυμολογία χρειάζεται ανάπτυξη με τεκμηρίωση. Μπορείτε να βοηθήσετε;  

  Ουσιαστικό επεξεργασία

επιπεφυκίτιδα θηλυκό

  • λοίμωξη του επιπεφυκότος του ματιού που οφείλεται σε αλλεργίες ή άλλες λοιμώξεις

Συγγενικά επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία