прилагательное
Ρωσικά (ru)Επεξεργασία
Ετυμολογία Επεξεργασία
- прилагательное < имя прилагательное (όνομα επίθετο), → δείτε τις λέξεις имя και прилагательный)
ΠροφοράΕπεξεργασία
ΟυσιαστικόΕπεξεργασία
прилагательное (ru) ουδέτερο
- (ουσιαστικοποιημένο) (γραμματική) το επίθετο
Κλιτικός τύπος επιθέτουΕπεξεργασία
прилагательное (ru) ουδέτερο
- ονομαστική και αιτιατική ενικού, ουδέτερου γένους του прилагательный