Κατηγορία:Επίθετα (νέα ελληνικά)
Υποκατηγορίες
Αυτή η κατηγορία έχει τις ακόλουθες 21 υποκατηγορίες, από 21 συνολικά.
*
- Επίθετα (κατωιταλικά) (1 Σ)
- Επίθετα (κρητικά) (1 Σ)
- Επίθετα (κυπριακά) (5 Σ)
- Επίθετα (ποντιακά) (3 Σ)
Ε
Μ
Π
Σελίδες στην κατηγορία "Επίθετα (νέα ελληνικά)"
Αυτή η κατηγορία περιέχει τις ακόλουθες 200 σελίδες, από 19.761 συνολικά.
(προηγούμενη σελίδα) (επόμενη σελίδα)Α
- αβάγιστος
- αβάδιστος
- αβάζος
- αβαθής
- αβαθμίδωτος
- αβαθμολόγητος
- άβαθος
- αβαθούλωτος
- αβαθύρριζος
- αβακοειδής
- αβακωτός
- αβάλητε
- αβαλσάμωτος
- άβαλτος
- αβανγκάρντ
- αβανιάρης
- αβανταδόρικος
- αβάπτιστος
- αβαρέλιαστος
- αβάρετος
- αβαρής
- αβαριάτος
- αβαρικός
- άβαρος
- αβαροσλαβικός
- αβασάνιστος
- αβασίλευτος
- αβάσιμος
- αβάσκαντος
- αβάσταγος
- αβάστακτος
- αβάσταχτος
- αβάτευτος
- άβατος
- άβαφος
- αβάφτιστος
- άβαφτος
- άβγαλτος
- αβγοειδής
- αβγόσχημος
- αβγουλάτος
- αβγουλομάτης
- αβγουλωτός
- αβδέλυκτος
- αβδηριτικός
- αβέβαιος
- αβεβαίωτος
- αβέβηλος
- αβεβήλωτος
- αβελόνιαστος
- αβέλτερος
- αβελτίωτος
- αβερνίκωτος
- αβέρτος
- αβίαστος
- αβιβλιογράφητος
- αβιογενετικός
- αβιομηχάνητος
- αβιομηχάνιστος
- αβιομηχανοποίητος
- άβιος
- αβιοτικός
- αβιωματικός
- αβίωτος
- αβλαβέστατος
- αβλαβής
- άβλαβος
- άβλαπτος
- αβλάστητος
- άβλαφτος
- αβλεπής
- άβλεπτος
- αβληχρός
- αβλόγητος
- αβοήθητος
- αβόλευτος
- αβολιδοσκόπητος
- άβολος
- αβομβάρδιστος
- αβοτάνιστος
- αβούλευτος
- αβούλητος
- αβουλκάνιστος
- άβουλος
- αβούλωτος
- αβούρκωτος
- αβούρτσιστος
- αβούτηχτος
- αβουτύρωτος
- αβρααμικός
- αβράβευτος
- αβράδιαστος
- αβράκωτος
- αβραμιαίος
- άβραστος
- αβράχυντος
- άβρεχος
- άβρεχτος
- αβροβόστρυχος
- αβροδίαιτος
- αβρόμιστα
- αβρόμιστος
- αβρός
- αβροσεξουαλικός
- αβρόφρων
- άβροχος
- αβύζαχτος
- αβύθιστος
- αβυθομέτρητος
- άβυθος
- αβυσσαλέος
- αβυσσοβενθικός
- αβυσσοπελαγικός
- αβυσσώδης
- αγαθάρχης
- αγαθαρχικός
- αγάθας
- αγαθήμερος
- αγαθιάρης
- αγαθιάρικος
- αγαθοβιόλης
- αγαθόγνωμος
- αγαθοδότης
- αγαθόδωρος
- αγαθοεργός
- αγαθόκλας
- αγαθομάρα
- αγαθοπάροχος
- αγαθόπιστος
- αγαθοποιός
- αγαθοπόνηρος
- αγαθόπουλος
- αγαθοπρεπής
- αγαθοπροαίρετος
- αγαθός
- αγαθοσύμβουλος
- αγαθότροπος
- αγαθότυπος
- αγαθούλης
- αγαθούτσικος
- αγαθοφανής
- αγαθόψυχος
- αγαθώνυμος
- αγάλακτος
- αγαλβάνιστος
- αγαλήνευτος
- αγαλματένιος
- αγαλμάτινος
- αγαλματώδης
- αγαλούχητος
- αγάμητος
- άγαμος
- αγανός
- αγάνωτος
- αγαπησιάρης
- αγαπησιάρικος
- αγαπητικός
- αγαπητός
- αγαρηνός
- άγαρμπος
- αγαρνίριστος
- αγαστός
- αγγειακός
- αγγειοανοσοβλαστικός
- αγγειοαποφρακτικός
- αγγειοβλαστικός
- αγγειοβριθής
- αγγειογενετικός
- αγγειογενής
- αγγειογραφικός
- αγγειοδιασταλτικός
- αγγειοδραστικός
- αγγειοκινητικός
- αγγειολογικός
- αγγειονευρωτικός
- αγγειοπλαστικός
- αγγειοσπαστικός
- αγγειόσπερμος
- αγγειοσυσπαστικός
- αγγειοσυσταλτικός
- αγγειοχειρουργικός
- αγγειώδης
- αγγελικός
- αγγελοειδής
- αγγελοκάμωτος
- αγγελοκόμιστος
- αγγελομίμητος
- αγγελόμορφος
- αγγελόπλοκος
- αγγελοπρόσωπος
- αγγελόψυχος
- αγγελτικός
- αγγελώνυμος
- αγγιδιώτικος
- αγγίνιο
- αγγιχτικός
- άγγιχτος
- αγγιχτός
- αγγλικανικός