αβοτάνιστος
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασίαΠροφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /a.voˈta.ni.stos/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : α‐βο‐τά‐νι‐στος
Επίθετο
επεξεργασίααβοτάνιστος, -η , -ο
- που δεν έχει βοτανιστεί, από τον οποίο δεν αφαιρέθηκαν τα άγρια χόρτα, τα ζιζάνια
- χωράφι αβοτάνιστο
Αντώνυμα
επεξεργασίαΣυγγενικά
επεξεργασία→ και δείτε τη λέξη βότανο
Μεταφράσεις
επεξεργασία αβοτάνιστος
|