αβγουλομάτης
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | |||||
---|---|---|---|---|---|---|
γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
ονομαστική | ο | αβγουλομάτης | η | αβγουλομάτα | το | αβγουλομάτικο |
γενική | του | αβγουλομάτη | της | αβγουλομάτας | του | αβγουλομάτικου |
αιτιατική | τον | αβγουλομάτη | την | αβγουλομάτα | το | αβγουλομάτικο |
κλητική | αβγουλομάτη | αβγουλομάτα | αβγουλομάτικο | |||
↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
ονομαστική | οι | αβγουλομάτηδες | οι | αβγουλομάτες | τα | αβγουλομάτικα |
γενική | των | αβγουλομάτηδων | — | των | αβγουλομάτικων | |
αιτιατική | τους | αβγουλομάτηδες | τις | αβγουλομάτες | τα | αβγουλομάτικα |
κλητική | αβγουλομάτηδες | αβγουλομάτες | αβγουλομάτικα | |||
To ουδέτερο, από τα επίθετα σε -ικος. Το αρσενικό και το θηλυκό, και ως ουσιαστικά. | ||||||
Κατηγορία όπως «ζηλιάρης» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές |
Ετυμολογία
επεξεργασίαΠροφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /a.vɣu.loˈma.tis/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : α‐βγου‐λο‐μά‐της
Επίθετο
επεξεργασίααβγουλομάτης, -α, -ικο
- (προφορικό) που έχει μάτια που μοιάζουν με αβγά ή έχει μεγάλα (και όμορφα) μάτια
- ※ άλλο ο ανοιχτομάτης κι άλλο ο αβγουλομάτης (Τραγούδι «Πότε Βούδας, πότε Κούδας» [1986], σε στίχους Μανώλη Ρασούλη)
Ουσιαστικό
επεξεργασίααβγουλομάτης αρσενικό
Άλλες γραφές
επεξεργασίαΣυγγενικά
επεξεργασίαΜεταφράσεις
επεξεργασία αβγουλομάτης
|
Πηγές
επεξεργασία- αβγουλομάτης - Χαραλαμπάκης, Χριστόφορος (επιμέλεια) (2014). Χρηστικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας. Αθήνα: Ακαδημία Αθηνών. (ψηφιοποιημένη έκδοση από το 2023, συντομογραφίες-σύμβολα)