αβγουλομάτης
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
Ουσιαστικό επεξεργασία
αβγουλομάτης αρσενικό
- (προφορικό) που τα μάτια του μοιάζουν με αβγά ή έχει μεγάλα (και όμορφα) μάτια
- ※ άλλο ο ανοιχτομάτης κι άλλο ο αβγουλομάτης (Τραγούδι «Πότε Βούδας, πότε Κούδας» [1986], σε στίχους Μανώλη Ρασούλη)
Άλλες μορφές επεξεργασία
Συγγενικά επεξεργασία
Μεταφράσεις επεξεργασία
αβγουλομάτης
|