Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο αβγουλομάτης οι αβγουλομάτηδες
      γενική του αβγουλομάτη των αβγουλομάτηδων
    αιτιατική τον αβγουλομάτη τους αβγουλομάτηδες
     κλητική αβγουλομάτη αβγουλομάτηδες
Κατηγορία όπως «μανάβης» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

αβγουλομάτης < αβγούλ(ι) + -ο- + -μάτης

  Ουσιαστικό επεξεργασία

αβγουλομάτης αρσενικό

Άλλες μορφές επεξεργασία

Συγγενικά επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία