αβγούλι
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | το | αβγούλι | τα | αβγούλια |
γενική | — | — | ||
αιτιατική | το | αβγούλι | τα | αβγούλια |
κλητική | αβγούλι | αβγούλια | ||
Η κατάληξη του πληθυντικού -ια προφέρεται με συνίζηση. | ||||
Κατηγορία όπως «παιδάκι» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία επεξεργασία
- αβγούλι < αβγό + υποκοριστικό επίθημα -ούλι
Ουσιαστικό επεξεργασία
αβγούλι ουδέτερο
- υποκοριστικό του αβγό
Άλλες μορφές επεξεργασία
Μεταφράσεις επεξεργασία
αβγούλι
|