↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο αβέρτος η αβέρτη το αβέρτο
      γενική του αβέρτου της αβέρτης του αβέρτου
    αιτιατική τον αβέρτο την αβέρτη το αβέρτο
     κλητική αβέρτε αβέρτη αβέρτο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι αβέρτοι οι αβέρτες τα αβέρτα
      γενική των αβέρτων των αβέρτων των αβέρτων
    αιτιατική τους αβέρτους τις αβέρτες τα αβέρτα
     κλητική αβέρτοι αβέρτες αβέρτα
Κατηγορία όπως «ξένος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία

επεξεργασία
αβέρτος < (άμεσο δάνειο) βενετική averto[1]

  Προφορά

επεξεργασία
ΔΦΑ : /aˈveɾ.tos/
τυπογραφικός συλλαβισμός: α‐βέρ‐τος

  Επίθετο

επεξεργασία

αβέρτος, -η, -ο

  1. ανοιχτός, ακάλυπτος, αφύλακτος
    ⮡ άφησε το σπίτι αβέρτο
  2. απλωμένος, αναπεπταμένος
    ⮡ τα πανιά του ιστιοπλοϊκού είναι αβέρτα
  3. ευρύχωρος
    ⮡ αβέρτο μαγαζί
  4. ξεκάθαρος, ειλικρινής, ευθύς, ντόμπρος
    ⮡ αυτός μιλάει αβέρτα
  5. ευπροσήγορος, ανοιχτόκαρδος
    ⮡ αβέρτος άνθρωπος, χρυσή καρδιά

Συγγενικά

επεξεργασία

  Μεταφράσεις

επεξεργασία

  Αναφορές

επεξεργασία
  • αβέρτοςΧαραλαμπάκης, Χριστόφορος (επιμέλεια) (2014). Χρηστικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας. Αθήνα: Ακαδημία Αθηνών.  (ψηφιοποιημένη έκδοση από το 2023, συντομογραφίες-σύμβολα)