αβέρτος
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | |||||
---|---|---|---|---|---|---|
γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
ονομαστική | ο | αβέρτος | η | αβέρτη | το | αβέρτο |
γενική | του | αβέρτου | της | αβέρτης | του | αβέρτου |
αιτιατική | τον | αβέρτο | την | αβέρτη | το | αβέρτο |
κλητική | αβέρτε | αβέρτη | αβέρτο | |||
↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
ονομαστική | οι | αβέρτοι | οι | αβέρτες | τα | αβέρτα |
γενική | των | αβέρτων | των | αβέρτων | των | αβέρτων |
αιτιατική | τους | αβέρτους | τις | αβέρτες | τα | αβέρτα |
κλητική | αβέρτοι | αβέρτες | αβέρτα | |||
Κατηγορία όπως «ξένος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές |
Ετυμολογία
επεξεργασία- αβέρτος < (άμεσο δάνειο) βενετική averto[1]
Προφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /aˈveɾ.tos/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : α‐βέρ‐τος
Επίθετο
επεξεργασίααβέρτος, -η, -ο
- ανοιχτός, ακάλυπτος, αφύλακτος
- ⮡ άφησε το σπίτι αβέρτο
- απλωμένος, αναπεπταμένος
- ⮡ τα πανιά του ιστιοπλοϊκού είναι αβέρτα
- ευρύχωρος
- ⮡ αβέρτο μαγαζί
- ξεκάθαρος, ειλικρινής, ευθύς, ντόμπρος
- ⮡ αυτός μιλάει αβέρτα
- ευπροσήγορος, ανοιχτόκαρδος
- ⮡ αβέρτος άνθρωπος, χρυσή καρδιά
Συγγενικά
επεξεργασίαΜεταφράσεις
επεξεργασία αβέρτος
→ δείτε τη λέξη ανοιχτός |
Αναφορές
επεξεργασία- ↑ αβέρτος - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
Πηγές
επεξεργασία- αβέρτος - Χαραλαμπάκης, Χριστόφορος (επιμέλεια) (2014). Χρηστικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας. Αθήνα: Ακαδημία Αθηνών. (ψηφιοποιημένη έκδοση από το 2023, συντομογραφίες-σύμβολα)