αβέρτος
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- αβέρτος < (άμεσο δάνειο) βενετική averto
Προφορά επεξεργασία
- ΔΦΑ : /aˈveɾ.tos/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : α‐βέρ‐τος
Επίθετο επεξεργασία
αβέρτος
- ανοιχτός, ακάλυπτος, αφύλακτος
- άφησε το σπίτι αβέρτο
- απλωμένος, αναπεπταμένος
- τα πανιά του ιστιοπλοϊκού είναι αβέρτα
- ευρύχωρος
- αβέρτο μαγαζί
- ξεκάθαρος, ειλικρινής, ευθύς, ντόμπρος
- αυτός μιλάει αβέρτα
- ευπροσήγορος, ανοιχτόκαρδος
- αβέρτος άνθρωπος, χρυσή καρδιά
Συγγενικά επεξεργασία
Μεταφράσεις επεξεργασία
αβέρτος
→ δείτε τη λέξη ανοιχτός |