πτώση ενικός πληθυντικός
ονομαστική averto avertoj
αιτιατική averton avertojn

  Ετυμολογία

επεξεργασία
averto < avert- + -o

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

averto (eo)



  Ετυμολογία

επεξεργασία
averto < ad + verto

averto (la) & adverto