↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο αβράκωτος η αβράκωτη το αβράκωτο
      γενική του αβράκωτου της αβράκωτης του αβράκωτου
    αιτιατική τον αβράκωτο την αβράκωτη το αβράκωτο
     κλητική αβράκωτε αβράκωτη αβράκωτο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι αβράκωτοι οι αβράκωτες τα αβράκωτα
      γενική των αβράκωτων των αβράκωτων των αβράκωτων
    αιτιατική τους αβράκωτους τις αβράκωτες τα αβράκωτα
     κλητική αβράκωτοι αβράκωτες αβράκωτα
Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία

επεξεργασία
αβράκωτος < α- στερητικό + βρακώ(νω) + -τος & (σημασιολογικό δάνειο) γαλλική sans-culotte [1][2]

  Επίθετο

επεξεργασία

αβράκωτος, -η, -ο

  1. (ιστορία) ονομασία που αναφέρεται σε ριζοσπαστικά τμήματα λαϊκών στρωμάτων κατά τη διάρκεια της Γαλλικής Επανάστασης λόγω των απλών παντελονιών που φορούσαν τα μέλη τους, σε αντίθεση με τους αριστοκράτες και τους αστούς οι οποίοι φορούσαν κιλότες (culotte)
  2. (κυριολεκτικά και μεταφορικά) συνώνυμο του ξεβράκωτος
    Το πιτσιρίκι γυρίζει αβράκωτο μέσα στο σπίτι.
     συνώνυμα: άβρακος

Παροιμίες

επεξεργασία

  Μεταφράσεις

επεξεργασία

  Αναφορές

επεξεργασία