culotte
Γαλλικά (fr)Επεξεργασία
ΠροφοράΕπεξεργασία
ΟυσιαστικόΕπεξεργασία
ενικός | πληθυντικός |
culotte | culottes |
culotte (fr) θηλυκό
- (παρωχημένο, ενδυμασία, ιστορία) ανδρικό ρούχο που κάλυπτε το σώμα από τη ζώνη έως τα γόνατα (τα οποία έσφιγγε, αρχικά). Πιο κάτω, φορούσαν κάλτσες (bas). Ήταν χαρακτηριστική ενδυμασία των ευγενών (noblesse). Αργότερα, από τον 19ο αιώνα, αρχίζει να αποκαλείται παντελόνι (pantalon) και η λέξη αλλάζει σιγά σιγά έννοια και αρχίζει να σημαίνει το ομώνυμο εσώρουχο
- → δείτε τη λέξη sans-culotte
- (ενδυμασία) η κιλότα
Δείτε επίσηςΕπεξεργασία
- culotte στη γαλλική Βικιπαίδεια
Επεξεργασία
- → δείτε τη λέξη cul