culotté
Γαλλικά (fr)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- culotté < culot (έννοια 4)
Προφορά
επεξεργασίαΕπίθετο
επεξεργασίαγένος | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
αρσενικό | culotté | culottés |
θηλυκό | culottée | culottées |
culotté (fr)
Δείτε επίσης : culotte |
γένος | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
αρσενικό | culotté | culottés |
θηλυκό | culottée | culottées |
culotté (fr)