osé
Γαλλικά (fr) επεξεργασία
Επίθετο επεξεργασία
γένος | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
αρσενικό | osé | osés |
θηλυκό | osée | osées |
osé (fr)
- τολμηρός
- (κατ’ επέκταση) « τολμηρός », που μπορεί να προκαλέσει τη δυσαρέσκεια των άλλων
γένος | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
αρσενικό | osé | osés |
θηλυκό | osée | osées |
osé (fr)