culot
Γαλλικά (fr)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασίαΠροφορά
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίαενικός | πληθυντικός |
culot | culots |
culot (fr) αρσενικό
- ο πάτος, το κάτω μέρος ορισμένων αντικειμένων· ο πυθμένας μιας λυχνίας της εκκλησίας· μεταλλικός πάτος· το μέρος ενός λαμπτήρα που στερεώνεται στο ντουί
- το κατακάθι
- η ιλύς μιας πίπας
- → και δείτε τη λέξη culotter
- (οικείο) το θράσος
- ≈ συνώνυμα: aplomb, audace, effronterie, insolence, impertinence, toupet, (οικείο) esbroufe
- → και δείτε τη λέξη culotté
- (παρωχημένο) ο τελευταίος μαθητής μιας τάξης· αυτός που προσλαμβάνεται τελευταίος σε έναν διαγωνισμό
Εκφράσεις
επεξεργασία- avoir du culot - είμαι θρασύς