Ετυμολογία

επεξεργασία
  1. culotter < culotte
  2. culotter < culot

culotter (fr)

  1. βάζω/φορώ βρακί (σε κάποιον), βρακώνω
     αντώνυμα: déculotter

culotter (fr)

Εκφράσεις

επεξεργασία

Συγγενικά

επεξεργασία