insolence
Αγγλικά (en) επεξεργασία
Ουσιαστικό επεξεργασία
insolence (en)
- η αυθάδεια
Γαλλικά (fr) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- insolence < λατινική insolentia
Ουσιαστικό επεξεργασία
ενικός | πληθυντικός |
insolence | insolences |
insolence (fr) θηλυκό
- η αυθάδεια