Ετυμολογία

επεξεργασία
effronterie < → δείτε τις λέξεις effronté και -erie

  Προφορά

επεξεργασία
ΔΦΑ : /e.fʁɔ̃.tʁi/

  Ουσιαστικό

επεξεργασία
      ενικός         πληθυντικός  
effronterie effronteries

effronterie (fr) θηλυκό