ιταμότητα
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- ιταμότητα < (ελληνιστική κοινή) ἰταμότης < ἰταμός + -ότης (>-ότητα) < εἶμι < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή ρίζα *h₁ey-
Ουσιαστικό
επεξεργασίαιταμότητα θηλυκό
- η ιδιότητα του ιταμού
Συνώνυμα
επεξεργασίαΜεταφράσεις
επεξεργασία ιταμότητα