αβάγιστος
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασίαΠροφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /aˈva.ʝi.stos/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : α‐βά‐γι‐στος
Επίθετο
επεξεργασίααβάγιστος, -η, -ο
- που δεν λυγίζει
- (μεταφορικά) που δεν αλλάζει γνώμη, που δεν μεταπείθεται
Συγγενικά
επεξεργασίαΜεταφράσεις
επεξεργασία αβάγιστος
|
Πηγές
επεξεργασία- Πάπυρος–Λαρούς–Μπριτάννικα: Λεξικό της ελληνικής γλώσσας, αρχαίας - μεσαιωνικής - νέας, ερμηνευτικό - ετυμολογικό. Αθήνα: Πάπυρος, 1981‑1994, έκδοση: 2013.