Ετυμολογία

επεξεργασία
βαγίζω < βάγ(ιο) + -ίζω

βαγίζω, αόρ.: βάγισα (χωρίς παθητική φωνή) δημοτική

Άλλες μορφές

επεξεργασία

Συγγενικά

επεξεργασία

Μεταφράσεις

επεξεργασία