βαγίζω
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασίαΠροφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /vaˈʝi.zo/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : βα‐γί‐ζω
Ρήμα
επεξεργασίαβαγίζω, αόρ.: βάγισα (χωρίς παθητική φωνή) δημοτική
- (αμετάβατο, μέσο)
- (κυρίως για δέντρα) λυγίζω (από τους πολλούς καρπούς)
- καμπυλώνομαι
- ⮡ βάγισε το πάτωμα
- (μεταφορικά, κυρίως για άνθρωπο) λυγίζω (από τα γερατειά)
Άλλες μορφές
επεξεργασίαΣυγγενικά
επεξεργασίαΚλίση
επεξεργασία Ενεργητική φωνή
Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|
πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | βαγίζω | βάγιζα | θα βαγίζω | να βαγίζω | βαγίζοντας | |
β' ενικ. | βαγίζεις | βάγιζες | θα βαγίζεις | να βαγίζεις | βάγιζε | |
γ' ενικ. | βαγίζει | βάγιζε | θα βαγίζει | να βαγίζει | ||
α' πληθ. | βαγίζουμε | βαγίζαμε | θα βαγίζουμε | να βαγίζουμε | ||
β' πληθ. | βαγίζετε | βαγίζατε | θα βαγίζετε | να βαγίζετε | βαγίζετε | |
γ' πληθ. | βαγίζουν(ε) | βάγιζαν βαγίζαν(ε) |
θα βαγίζουν(ε) | να βαγίζουν(ε) | ||
Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
α' ενικ. | βάγισα | θα βαγίσω | να βαγίσω | βαγίσει | ||
β' ενικ. | βάγισες | θα βαγίσεις | να βαγίσεις | βάγισε | ||
γ' ενικ. | βάγισε | θα βαγίσει | να βαγίσει | |||
α' πληθ. | βαγίσαμε | θα βαγίσουμε | να βαγίσουμε | |||
β' πληθ. | βαγίσατε | θα βαγίσετε | να βαγίσετε | βαγίστε | ||
γ' πληθ. | βάγισαν βαγίσαν(ε) |
θα βαγίσουν(ε) | να βαγίσουν(ε) | |||
Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | |
α' ενικ. | έχω βαγίσει | είχα βαγίσει | θα έχω βαγίσει | να έχω βαγίσει | ||
β' ενικ. | έχεις βαγίσει | είχες βαγίσει | θα έχεις βαγίσει | να έχεις βαγίσει | ||
γ' ενικ. | έχει βαγίσει | είχε βαγίσει | θα έχει βαγίσει | να έχει βαγίσει | ||
α' πληθ. | έχουμε βαγίσει | είχαμε βαγίσει | θα έχουμε βαγίσει | να έχουμε βαγίσει | ||
β' πληθ. | έχετε βαγίσει | είχατε βαγίσει | θα έχετε βαγίσει | να έχετε βαγίσει | ||
γ' πληθ. | έχουν βαγίσει | είχαν βαγίσει | θα έχουν βαγίσει | να έχουν βαγίσει |
|
Μεταφράσεις
επεξεργασία βαγίζω
|
Πηγές
επεξεργασία- ⌘ Δημητράκος, Δημήτριος Β. (1964) Μέγα λεξικὸν ὅλης τῆς Ἑλληνικῆς γλώσσης, 1930-1950. 2η έκδοση:1964. Αθήνα: Εκδόσεις: Δομή (15 τόμοι) & επανεκδόσεις, 1η έκδοση:1953 (9 τόμοι) Ελληνική Παιδεία, .