αγαθώνυμος
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- αγαθώνυμος < αρχαία ελληνική: ἀγαθωνυμία
Επίθετο επεξεργασία
αγαθώνυμος, -η, -ο
- αυτός που φέρει καλό όνομα, καλή φήμη.
Συνώνυμα επεξεργασία
Μεταφράσεις επεξεργασία
αγαθώνυμος
|
αγαθώνυμος, -η, -ο
|