Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο αγαθιάρικος η αγαθιάρικη το αγαθιάρικο
      γενική του αγαθιάρικου της αγαθιάρικης του αγαθιάρικου
    αιτιατική τον αγαθιάρικο την αγαθιάρικη το αγαθιάρικο
     κλητική αγαθιάρικε αγαθιάρικη αγαθιάρικο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι αγαθιάρικοι οι αγαθιάρικες τα αγαθιάρικα
      γενική των αγαθιάρικων των αγαθιάρικων των αγαθιάρικων
    αιτιατική τους αγαθιάρικους τις αγαθιάρικες τα αγαθιάρικα
     κλητική αγαθιάρικοι αγαθιάρικες αγαθιάρικα
Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία επεξεργασία

αγαθιάρικος < αγαθιάρης + -ικος

  Επίθετο επεξεργασία

αγαθιάρικος

  Πηγές επεξεργασία

  • αγαθιάρικοςΧαραλαμπάκης, Χριστόφορος (επιμέλεια) (2014). Χρηστικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας. Αθήνα: Ακαδημία Αθηνών.  (ψηφιοποιημένη έκδοση από το 2023, συντομογραφίες-σύμβολα)
  • αγαθιάρικος - Αναστασιάδη - Συμεωνίδη, Άννα (2003). Αντίστροφο λεξικό της νέας ελληνικής. Ινστιτούτο Νεοελληνικών Σπουδών. Ίδρυμα Μανόλη Τριανταφυλλίδη.  (συντομογραφίες)

  Μεταφράσεις επεξεργασία