αβράβευτος
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- αβράβευτος < καθαρεύουσα ἀβράβευτος < α- στερητικό + βραβεύω
Επίθετο επεξεργασία
αβράβευτος, -η, -ο
- αυτός που δεν έχει βραβευτεί, ο μη βραβευμένος, που ενώ ίσως του άξιζε, δεν πήρε καμία διάκριση