αβιογενετικός
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- αβιογενετικός < λόγιο ενδογενές δάνειο: αγγλική abiogenetic[1] < abiogenesis < αρχαία ελληνική ἀ- + βίος + γένεσις
Επίθετο
επεξεργασίααβιογενετικός, -ή, -ό
- (βιολογία) που έχει σχέση με την αβιογένεση ή αναφέρεται σ' αυτή
Συγγενικά
επεξεργασία- → δείτε τις λέξεις αβιογένεση, βίος και γίνομαι
Μεταφράσεις
επεξεργασία αβιογενετικός
- ↑ αβιογενετικός - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας