↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η αβιογένεση οι αβιογενέσεις
      γενική της αβιογένεσης* των αβιογενέσεων
    αιτιατική την αβιογένεση τις αβιογενέσεις
     κλητική αβιογένεση αβιογενέσεις
* παλιότερος λόγιος τύπος, αβιογενέσεως
Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία

επεξεργασία
αβιογένεση < λόγιο ενδογενές δάνειο: νεολατινική abiogenesis[1] < αρχαία ελληνική ἀ- + βίος + γένεσις

  Προφορά

επεξεργασία
ΔΦΑ : /a.vi.oˈʝe.ne.si/
τυπογραφικός συλλαβισμός: α‐βι‐ο‐γέ‐νε‐ση

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

αβιογένεση θηλυκό

  • (βιολογία) η δημιουργία ενός έμψυχου πλάσματος από κάτι άψυχο
    ※  Πίστευε ότι οι μεταβολές σχετίζονται με την προσαρμογή στο εκάστοτε περιβάλλον και ότι η γενική ιδέα είναι πως οι οργανισμοί εξελίσσονται από απλούστερες σε πολυπλοκότερες μορφές, αν και υπάρχουν εξαιρέσεις. Πίστευε, τέλος, ότι οι οργανισμοί συνδέονται μεταξύ τους με κοινούς προγόνους και ότι η ζωή προέκυψε από αβιογένεση, δηλαδή από άβια υλικά.
    Ιωάννα Σουφλέρη, Δικαιώνοντας τον Λαμάρκ, Το Βήμα, 11 Αυγούστου 2018

Συνώνυμα

επεξεργασία

Συγγενικά

επεξεργασία

Δείτε επίσης

επεξεργασία

  Μεταφράσεις

επεξεργασία

  Αναφορές

επεξεργασία
  • αβιογένεσηΧαραλαμπάκης, Χριστόφορος (επιμέλεια) (2014). Χρηστικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας. Αθήνα: Ακαδημία Αθηνών.  (ψηφιοποιημένη έκδοση από το 2023, συντομογραφίες-σύμβολα)