ενικός         πληθυντικός  
abiogenèse abiogenèses

  Ετυμολογία

επεξεργασία
abiogenèse < αρχαία ελληνική ἀ- + βίος + γένεσις

  Προφορά

επεξεργασία
 

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

abiogenèse (fr) θηλυκό