abiogenezo
Εσπεράντο (eo)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- abiogenezo < abiogenez- + -o
Ουσιαστικό
επεξεργασίαπτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | abiogenezo | abiogenezoj |
αιτιατική | abiogenezon | abiogenezojn |
abiogenezo (eo)
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | abiogenezo | abiogenezoj |
αιτιατική | abiogenezon | abiogenezojn |
abiogenezo (eo)