αρχεγονία
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία
Ετυμολογία
επεξεργασία- αρχεγονία < → λείπει η ετυμολογία
Ουσιαστικό
επεξεργασίααρχεγονία θηλυκό
- (βιολ.) Θεωρία κατά την οποία ζωντανοί οργανισμοί γεννώνται αυτόματα από ανόργανη ύλη, αβιογένεση
Μεταφράσεις
επεξεργασία αρχεγονία
|