↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο αγαρηνός η αγαρηνή το αγαρηνό
      γενική του αγαρηνού της αγαρηνής του αγαρηνού
    αιτιατική τον αγαρηνό την αγαρηνή το αγαρηνό
     κλητική αγαρηνέ αγαρηνή αγαρηνό
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι αγαρηνοί οι αγαρηνές τα αγαρηνά
      γενική των αγαρηνών των αγαρηνών των αγαρηνών
    αιτιατική τους αγαρηνούς τις αγαρηνές τα αγαρηνά
     κλητική αγαρηνοί αγαρηνές αγαρηνά
Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία

επεξεργασία
αγαρηνός < μεσαιωνική ελληνική ἀγαρηνός < ελληνιστική κοινή Ἀγαρηνός < Ἄγαρ < αρχαία εβραϊκή הָגָר (Hāġār)

  Επίθετο

επεξεργασία

αγαρηνός, -ή, -ό

  1. μουσουλμανικός
  2. αραβικός
  3. (κατ’ επέκταση) σκληρός, βάρβαρος
  4. (ουσιαστικοποιημένο) Αγαρηνός

Συγγενικά

επεξεργασία

  Μεταφράσεις

επεξεργασία