αγαρηνός
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | |||||
---|---|---|---|---|---|---|
γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
ονομαστική | ο | αγαρηνός | η | αγαρηνή | το | αγαρηνό |
γενική | του | αγαρηνού | της | αγαρηνής | του | αγαρηνού |
αιτιατική | τον | αγαρηνό | την | αγαρηνή | το | αγαρηνό |
κλητική | αγαρηνέ | αγαρηνή | αγαρηνό | |||
↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
ονομαστική | οι | αγαρηνοί | οι | αγαρηνές | τα | αγαρηνά |
γενική | των | αγαρηνών | των | αγαρηνών | των | αγαρηνών |
αιτιατική | τους | αγαρηνούς | τις | αγαρηνές | τα | αγαρηνά |
κλητική | αγαρηνοί | αγαρηνές | αγαρηνά | |||
Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές |
Ετυμολογία
επεξεργασία
- αγαρηνός < (κληρονομημένο) μεσαιωνική ελληνική ἀγαρηνός < ελληνιστική κοινή Ἀγαρηνός[1] < Ἄγαρ < αρχαία εβραϊκή הָגָר (Hāġār)
Προφορά
επεξεργασία
- ΔΦΑ : /a.ɣa.ɾiˈnos/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : α‐γα‐ρη‐νός
Επίθετο
επεξεργασία
αγαρηνός, -ή, -ό
- μουσουλμανικός, αραβικός
- (κατ’ επέκταση) σκληρός, βάρβαρος
- Αγαρηνός (σε επιθετική λειτουργία)
Συγγενικά
επεξεργασία
Μεταφράσεις
επεξεργασία
αγαρηνός
|
Αναφορές
επεξεργασία
- ↑ αγαρηνός - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
Πηγές
επεξεργασία
- αγαρηνός - Χαραλαμπάκης, Χριστόφορος (επιμέλεια) (2014). Χρηστικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας. Αθήνα: Ακαδημία Αθηνών. (ψηφιοποιημένη έκδοση από το 2023, συντομογραφίες-σύμβολα)