πτώσεις       ενικός      
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο αγαρηνός η αγαρηνή το αγαρηνό
      γενική του αγαρηνού της αγαρηνής του αγαρηνού
    αιτιατική τον αγαρηνό την αγαρηνή το αγαρηνό
     κλητική αγαρηνέ αγαρηνή αγαρηνό
 πτώσεις   πληθυντικός  
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι αγαρηνοί οι αγαρηνές τα αγαρηνά
      γενική των αγαρηνών των αγαρηνών των αγαρηνών
    αιτιατική τους αγαρηνούς τις αγαρηνές τα αγαρηνά
     κλητική αγαρηνοί αγαρηνές αγαρηνά
Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία

επεξεργασία

αγαρηνός, -ή, -ό

  1. μουσουλμανικός, αραβικός
  2. (κατ’ επέκταση) σκληρός, βάρβαρος
  3. Αγαρηνός (σε επιθετική λειτουργία)

Συγγενικά

επεξεργασία

Μεταφράσεις

επεξεργασία

Αναφορές

επεξεργασία
  • αγαρηνός - Χαραλαμπάκης, Χριστόφορος (επιμέλεια) (2014). Χρηστικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας. Αθήνα: Ακαδημία Αθηνών.  (ψηφιοποιημένη έκδοση από το 2023, συντομογραφίες-σύμβολα)