αγαθομάρα
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | αγαθομάρα | οι | αγαθομάρες |
γενική | της | αγαθομάρας | — | |
αιτιατική | την | αγαθομάρα | τις | αγαθομάρες |
κλητική | αγαθομάρα | αγαθομάρες | ||
Η γενική πληθυντικού σε -ών δε συνηθίζεται. | ||||
Κατηγορία όπως «πείνα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- αγαθομάρα < αγαθός + -άρα (κατά το στραβομάρα)
Ουσιαστικό
επεξεργασίααγαθομάρα θηλυκό
Επίθετο
επεξεργασίααγαθομάρα θηλυκό
Μεταφράσεις
επεξεργασία αγαθομάρα
|