Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
αγαθότροπος
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Πίνακας περιεχομένων
1
Νέα ελληνικά
(el)
1.1
Ετυμολογία
1.2
Επίθετο
1.2.1
Μεταφράσεις
Νέα ελληνικά
(el)
επεξεργασία
↓
πτώσεις
ενικός
γένη
→
αρσενικό
θηλυκό
ουδέτερο
ονομαστική
ο
αγαθότροπ
ος
η
αγαθότροπ
η
το
αγαθότροπ
ο
γενική
του
αγαθότροπ
ου
της
αγαθότροπ
ης
του
αγαθότροπ
ου
αιτιατική
τον
αγαθότροπ
ο
την
αγαθότροπ
η
το
αγαθότροπ
ο
κλητική
αγαθότροπ
ε
αγαθότροπ
η
αγαθότροπ
ο
↓
πτώσεις
πληθυντικός
γένη
→
αρσενικό
θηλυκό
ουδέτερο
ονομαστική
οι
αγαθότροπ
οι
οι
αγαθότροπ
ες
τα
αγαθότροπ
α
γενική
των
αγαθότροπ
ων
των
αγαθότροπ
ων
των
αγαθότροπ
ων
αιτιατική
τους
αγαθότροπ
ους
τις
αγαθότροπ
ες
τα
αγαθότροπ
α
κλητική
αγαθότροπ
οι
αγαθότροπ
ες
αγαθότροπ
α
Κατηγορία
όπως «
όμορφος
» -
Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές
Ετυμολογία
επεξεργασία
αγαθότροπος
<
αγαθ(ός)
+
-ο-
+
-τροπος
Επίθετο
επεξεργασία
αγαθότροπος, -η, -ο
κατά αγαθό (καλό) τρόπο, ο
καλότροπος
ευγενικός
Μεταφράσεις
επεξεργασία
αγαθότροπος