Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

αγάθας < αγαθός

  Επίθετο επεξεργασία

αγάθας αρσενικό, αγάθα θηλυκό

  Μεταφράσεις επεξεργασία