αγαθόψυχος
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασίαΠροφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /a.ɣaˈθo.psi.xos/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : α‐γα‐θό‐ψυ‐χος
Επίθετο
επεξεργασίααγαθόψυχος, -η, -ο [1]
Συγγενικά
επεξεργασίαΜεταφράσεις
επεξεργασία αγαθόψυχος
|
Αναφορές
επεξεργασία- ↑ αγαθόψυχος - Γεωργακάς, Δημήτριος. A Modern Greek-English Dictionary [Ελληνοαγγλικό λεξικό] (μόνο το γράμμα α) - Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας