καλόψυχος
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- καλόψυχος < μεσαιωνική ελληνική καλόψυχος < αρχαία ελληνική καλός + ψυχή
Προφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /kaˈlo.psi.xos/
Επίθετο
επεξεργασίακαλόψυχος, -η, -ο
Συνώνυμα
επεξεργασίαΑντώνυμα
επεξεργασίαΣυγγενικά
επεξεργασίαΜεταφράσεις
επεξεργασία καλόψυχος
|