καλοψυχιά
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | καλοψυχιά | οι | καλοψυχιές |
γενική | της | καλοψυχιάς | των | καλοψυχιών |
αιτιατική | την | καλοψυχιά | τις | καλοψυχιές |
κλητική | καλοψυχιά | καλοψυχιές | ||
Οι καταλήξεις προφέρονται με συνίζηση. | ||||
Κατηγορία όπως «καρδιά» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία επεξεργασία
- καλοψυχιά < καλόψυχ(ος) + -ιά
Ουσιαστικό επεξεργασία
καλοψυχιά θηλυκό
- άλλη μορφή του καλοψυχία
Μεταφράσεις επεξεργασία
καλοψυχιά
→ δείτε τη λέξη καλοψυχία |