καλοψυχίζω
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- καλοψυχίζω < μεσαιωνική ελληνική καλοψυχίζω < καλόψυχος
Ρήμα
επεξεργασίακαλοψυχίζω
- καλοκαρδίζω, ευσπλαχνίζομαι
- εύχομαι σε κάποιον να είναι καλόψυχος μέχρι να ξεψυχήσει
Άλλες μορφές
επεξεργασίαΚλίση
επεξεργασία Ενεργητική φωνή
Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|
πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | καλοψυχίζω | καλοψύχιζα | θα καλοψυχίζω | να καλοψυχίζω | καλοψυχίζοντας | |
β' ενικ. | καλοψυχίζεις | καλοψύχιζες | θα καλοψυχίζεις | να καλοψυχίζεις | καλοψύχιζε | |
γ' ενικ. | καλοψυχίζει | καλοψύχιζε | θα καλοψυχίζει | να καλοψυχίζει | ||
α' πληθ. | καλοψυχίζουμε | καλοψυχίζαμε | θα καλοψυχίζουμε | να καλοψυχίζουμε | ||
β' πληθ. | καλοψυχίζετε | καλοψυχίζατε | θα καλοψυχίζετε | να καλοψυχίζετε | καλοψυχίζετε | |
γ' πληθ. | καλοψυχίζουν(ε) | καλοψύχιζαν καλοψυχίζαν(ε) |
θα καλοψυχίζουν(ε) | να καλοψυχίζουν(ε) | ||
Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
α' ενικ. | καλοψύχισα | θα καλοψυχίσω | να καλοψυχίσω | καλοψυχίσει | ||
β' ενικ. | καλοψύχισες | θα καλοψυχίσεις | να καλοψυχίσεις | καλοψύχισε | ||
γ' ενικ. | καλοψύχισε | θα καλοψυχίσει | να καλοψυχίσει | |||
α' πληθ. | καλοψυχίσαμε | θα καλοψυχίσουμε | να καλοψυχίσουμε | |||
β' πληθ. | καλοψυχίσατε | θα καλοψυχίσετε | να καλοψυχίσετε | καλοψυχίστε | ||
γ' πληθ. | καλοψύχισαν καλοψυχίσαν(ε) |
θα καλοψυχίσουν(ε) | να καλοψυχίσουν(ε) | |||
Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | |
α' ενικ. | έχω καλοψυχίσει | είχα καλοψυχίσει | θα έχω καλοψυχίσει | να έχω καλοψυχίσει | ||
β' ενικ. | έχεις καλοψυχίσει | είχες καλοψυχίσει | θα έχεις καλοψυχίσει | να έχεις καλοψυχίσει | ||
γ' ενικ. | έχει καλοψυχίσει | είχε καλοψυχίσει | θα έχει καλοψυχίσει | να έχει καλοψυχίσει | ||
α' πληθ. | έχουμε καλοψυχίσει | είχαμε καλοψυχίσει | θα έχουμε καλοψυχίσει | να έχουμε καλοψυχίσει | ||
β' πληθ. | έχετε καλοψυχίσει | είχατε καλοψυχίσει | θα έχετε καλοψυχίσει | να έχετε καλοψυχίσει | ||
γ' πληθ. | έχουν καλοψυχίσει | είχαν καλοψυχίσει | θα έχουν καλοψυχίσει | να έχουν καλοψυχίσει |
|
Μεταφράσεις
επεξεργασία καλοψυχίζω
|