↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο αβράδιαστος η αβράδιαστη το αβράδιαστο
      γενική του αβράδιαστου της αβράδιαστης του αβράδιαστου
    αιτιατική τον αβράδιαστο την αβράδιαστη το αβράδιαστο
     κλητική αβράδιαστε αβράδιαστη αβράδιαστο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι αβράδιαστοι οι αβράδιαστες τα αβράδιαστα
      γενική των αβράδιαστων των αβράδιαστων των αβράδιαστων
    αιτιατική τους αβράδιαστους τις αβράδιαστες τα αβράδιαστα
     κλητική αβράδιαστοι αβράδιαστες αβράδιαστα
Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία

επεξεργασία
αβράδιαστος < α- + βραδιάζω + -τος

  Επίθετο

επεξεργασία

αβράδιαστος, -η, -ο

  1. που δεν φτάνει μέχρι το βράδυ
  2. (λογοτεχνικό) αυτός που δεν έχει τελειωμό
     συνώνυμα: ατέλειωτος
    αβράδιαστος πόνος

Συγγενικά

επεξεργασία

  Μεταφράσεις

επεξεργασία