αβράδιαστος
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία
Ετυμολογία
επεξεργασία
Επίθετο
επεξεργασία
αβράδιαστος, -η, -ο
- που δεν φτάνει μέχρι το βράδυ
- (λογοτεχνικό) αυτός που δεν έχει τελειωμό
- ≈ συνώνυμα: ατέλειωτος
- αβράδιαστος πόνος
Συγγενικά
επεξεργασία- αβράδιαστα
- → δείτε τις λέξεις βραδιάζω και βράδυ