↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο αβιομηχανοποίητος η αβιομηχανοποίητη το αβιομηχανοποίητο
      γενική του αβιομηχανοποίητου της αβιομηχανοποίητης του αβιομηχανοποίητου
    αιτιατική τον αβιομηχανοποίητο την αβιομηχανοποίητη το αβιομηχανοποίητο
     κλητική αβιομηχανοποίητε αβιομηχανοποίητη αβιομηχανοποίητο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι αβιομηχανοποίητοι οι αβιομηχανοποίητες τα αβιομηχανοποίητα
      γενική των αβιομηχανοποίητων των αβιομηχανοποίητων των αβιομηχανοποίητων
    αιτιατική τους αβιομηχανοποίητους τις αβιομηχανοποίητες τα αβιομηχανοποίητα
     κλητική αβιομηχανοποίητοι αβιομηχανοποίητες αβιομηχανοποίητα
Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία

επεξεργασία
αβιομηχανοποίητος < α- στερητικό + (βιομηχανοποιώ) βιομηχανοποιη- + -τος [1]

  Προφορά

επεξεργασία
ΔΦΑ : /a.vi.o.mi.xa.noˈpi.i.tos/
τυπογραφικός συλλαβισμός: α‐βι‐ο‐μη‐χα‐νο‐ποί‐η‐τος

  Επίθετο

επεξεργασία

αβιομηχανοποίητος, -η, -ο

  Μεταφράσεις

επεξεργασία

  Αναφορές

επεξεργασία