αβιομηχανοποίητος
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- αβιομηχανοποίητος < α- στερητικό + (βιομηχανοποιώ) βιομηχανοποιη- + -τος [1]
Προφορά επεξεργασία
- ΔΦΑ : /a.vi.o.mi.xa.noˈpi.i.tos/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : α‐βι‐ο‐μη‐χα‐νο‐ποί‐η‐τος
Επίθετο επεξεργασία
αβιομηχανοποίητος, -η, -ο
- που δεν έχει υποστεί βιομηχανική επεξεργασία [2]
Μεταφράσεις επεξεργασία
αβιομηχανοποίητος
|
Αναφορές επεξεργασία
- ↑ αβιομηχανοποίητος - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
- ↑ αβιομηχανοποίητος - Γεωργακάς, Δημήτριος. A Modern Greek-English Dictionary [Ελληνοαγγλικό λεξικό] (μόνο το γράμμα α) - Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας