αγγειοδραστικός
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασίαΕπίθετο
επεξεργασίααγγειοδραστικός, -η, -ο
- (ιατρική) που προκαλεί στένωση ή διεύρυνση αιμοφόρων αγγείων
- Οι από του στόματος φαρμακομορφές του αγγειοδραστικού φαρμάκου δεν πρέπει να συνταγογραφούνται πλέον στην Ευρωπαϊκή Ένωση. (*)
Συγγενικά
επεξεργασίαΜεταφράσεις
επεξεργασία αγγειοδραστικός