αγγειοαποφρακτικός
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- αγγειοαποφρακτικός < αγγείο + -ο- + αποφρακτικός
Επίθετο
επεξεργασίααγγειοαποφρακτικός, -η, -ο
Συγγενικά
επεξεργασίαΜεταφράσεις
επεξεργασία αγγειοαποφρακτικός
αγγειοαποφρακτικός, -η, -ο