Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

αγγίνιο < ίσως από το "άνευ εγκαινίων" η "άνευ αγγίγματος, άγγικτο, νέο"

  Επίθετο επεξεργασία

αγγίνιο

  • καινούριο, που δεν έχει αγγίξει κάποιος, που χρησιμοποιείται για πρώτη φορά