αγαθόδωρος
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- αγαθόδωρος < μεσαιωνική ελληνική: αγαθό + δώρο + -ος
Επίθετο επεξεργασία
αγαθόδωρος, -ος, -ον
- αυτός που δωρίζει αγαθά
- (μεταφορικά) ο γενναιόδωρος, ο απλοχέρης
Συνώνυμα επεξεργασία
Παράγωγα επεξεργασία
Μεταφράσεις επεξεργασία
αγαθόδωρος
|